- ἀερώδους
- ἀερώδηςlike airmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηέριος — ἠέριος, ίη, ον (Α) 1. πρωινός, αυγινός («ἠερίη δ ἀνέβη μέγαν οὐρανόν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τόπο) εκτεθειμένος στον αέρα, ευήνεμος 3. (για πτηνά) αυτός που ζει, που πετά στον αέρα 4. αυτός διά μέσου τού οποίου δύσκολα μπορεί να δει κανείς, ομιχλώδης… … Dictionary of Greek
Ράιτ, Tόμας — (Wright, 1711 – 1786). Άγγλος σοφός. Στο έργο του Πρωτότυπη θεωρία της νέας υπόθεσης του σύμπαντος (1750), εκθέτει την άποψη ότι ο Ήλιος είναι αστέρας της αυτής δομής με τους άλλους και ότι ανήκει σε απομονωμένο αστρικό σύστημα που φτάνει έως τον … Dictionary of Greek